ολοκληρωτής

ολοκληρωτής
ο [ολοκληρώνω]
1. αυτός που ολοκληρώνει, που συμπληρώνει, που αποτελειώνει κάτι
2. στον πληθ. οι ολοκληρωτές
μαθ. οι ολοκληρωτικές μηχανές
3. φρ. «ολοκληρωτής φωτός»
φυσ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής ολικής φωτεινής ενέργειας την οποία εκπέμπει μια φωτεινή πηγή σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολοκληρογράφος — Όργανο που χαράσσει την ολοκληρωτική καμπύλη μιας δεδομένης καμπύλης. Δηλαδή, αν μας δοθεί η καμπύλη y = f(x), ο ο. επιτρέπει να σχεδιαστεί η καμπύλη: y=? χ χ0 f(χ)dχ. Πρακτικά, ο ο. μας δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση την… …   Dictionary of Greek

  • Μητρόπουλος, Νικόλαος Κωνσταντίνος — (Nicholas Constantine Metropolis, Σικάγο 1915 – Λος Άλαμος 1999). Ελληνοαμερικανός φυσικομαθηματικός. Το 1936 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1941 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στην πειραματική φυσική. Το 1943 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”