- ολοκληρωτής
- ο [ολοκληρώνω]1. αυτός που ολοκληρώνει, που συμπληρώνει, που αποτελειώνει κάτι2. στον πληθ. οι ολοκληρωτέςμαθ. οι ολοκληρωτικές μηχανές3. φρ. «ολοκληρωτής φωτός»φυσ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής ολικής φωτεινής ενέργειας την οποία εκπέμπει μια φωτεινή πηγή σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.